ιωδιοπενία

ιωδιοπενία
ιατρ. κατάσταση κατά την οποία ένας οργανισμός δεν προσλαμβάνει αρκετό ιώδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. carence en iode «έλλειψη ιωδίου»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”